Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προέτειος — ον, Α περυσινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἔτειος) < ἔτος)] … Dictionary of Greek
προετείων — προέτειος of the last year masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)